ναβαισατρεύ

ναβαισατρεύ
ναβαισατρεῡ και δ. γρφ. βαβακατρεῡ (Α)
βαρβαρική λέξη στον Αριστοφάνη η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει επιδοκιμασία ή ως όρος επαίνου («τί δαὶ σὺ φῇς Ναβαισατρεῡ», Αριστοφ., Όρν. 1615).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”